Σεβαστοφαντικός

Σεβαστοφαντικός
Σεβαστο-φαντικός, ή, όν,
A pertaining to the flamen Augusti, χρήματα funds collected by him, ib.544.21 (Ancyra, ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεβαστοφαντικός — ή, όν, Α [σεβαστοφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεβαστοφάντη 2. φρ. «σεβαστοφαντικὰ χρήματα» χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τον σεβαστοφάντη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”